- ἐκελάρυζε
- κελαρύζωbabbleimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κελαρύζω — (Α κελαρύζω) (για τρεχούμενο νερό) κυλώ με μουρμουρητό, ηχώ τραγουδιστά, γαργαρίζω («τριγύρω εις την μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, όπου εκελάρυζε τα νερά της στ αυλάκια», Παπαδ.) αρχ. 1. ξεχύνομαι άφθονος, αναβλύζω 2. χύνω υγρό βγάζοντας ήχο… … Dictionary of Greek